Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ νομοϑετική

См. также в других словарях:

  • νομοθετικῇ — νομοθετικός relating to legislation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετική — νομοθετικός relating to legislation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εκλογή Νόμων — Νομοθετική συλλογή των Ισαύρων, με βάση τις Εισηγήσεις, τα Αιγέστα (Πανδέκτες) και τις Νεαρές του Ιουστινιανού, «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Ε.Ν. διαιρείται σε 18 τίτλους και περιέχει διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι έργο… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»